σποριάγγειο — σποριάγγειο, το και σποράγγειο, το φυτικό κύτταρο μέσα στο οποίο περιέχονται οι σπόροι μερικών κατώτερων φυτών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζωοσποριάγγειο — το βιολ. σποριάγγειο που παράγει ζωοσπόρια. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. zoosporangium < zoo (πρβλ. ζω(ο) (ΙΙ)* + sporangium (πρβλ. σποριάγγειο)] … Dictionary of Greek
σποριαγγείδιο — το, Ν [σποριάγγειο] βοτ. μικρό σποριάγγειο που περιέχει μόνο ένα ή λίγα σπόρια, αλλ. σποριαγγειόλη … Dictionary of Greek
ενδοσπόρια — Είδη αναπαραγωγικών μορφών των βακτηρίων και των κυανοφυκών. Στην πραγματικότητα, αποτελούν προϊόντα της αντίδρασης του βακτηριακού ή του κυττάρου του κυανοφύκους σε αντίξοες συνθήκες του περιβάλλοντος. Σε ορισμένες περιπτώσεις, τα βακτήρια… … Dictionary of Greek
κάψα — Όρος που χρησιμοποιείται σε διάφορες επιστήμες και έχει την έννοια της θήκης, του στερεού περιβλήματος. (Ανατ.) Ονομασία που αποδίδεται σε διάφορα περιβλήματα του οργανισμού, όπως των νεφρών, της καρωτίδας, της αμυγδαλής, των αρθρώσεων κ.ά.… … Dictionary of Greek
μήλο — Καρπός που προέρχεται όχι μόνο από το μετασχηματισμό των ιστών της ωοθήκης του άνθους, αλλά και από τους ιστούς των οργάνων στήριξης του· βοτανικά είναι ένας ψευδής καρπός, αρκετά ογκώδης. Τυπικά παραδείγματα τέτοιων καρπών είναι οι καρποί των… … Dictionary of Greek
μακροσποριάγγειο — το βοτ. σποριάγγειο στο οποίο παράγονται τα μακροσπόρια, αλλ. μεγασποριάγγειο … Dictionary of Greek
πλανοσπόριο — το, Ν βοτ. κινητό σπόριο που παράγεται σε σποριάγγειο και κινείται χάρη στην παρουσία ενός, δύο ή πολλών μαστιγίων, αλλ. ζωοσπόριο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. planospore < πλανώμαι + σπόρος] … Dictionary of Greek
πλασμωδιοκάρπιο — το, Ν (μυκητ.) καρποφόρος ορισμένων μυξομυκήτων που είναι όμοιος με ένα σποριάγγειο χωρίς στήριγμα, διαφέρει όμως από αυτό γιατί είναι κεκαμμένο ή διακλαδισμένο και έχει φλεβοειδή διάρθρωση, διατηρεί δηλαδή σε έναν βαθμό τη μορφή τού πλασμωδίου.… … Dictionary of Greek
σέτο — το, Ν (βοτ. μυκητ.) α) μίσχος τού σποριοφύτου ενός βρυοφύτου ο οποίος φέρει τη σποριόκαψα, το σποριάγγειο β) καθένα από τα σκούρα σκληρά τριχοειδή εξαρτήματα που απαντούν σε αγενείς σποροφόρους μυκήτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. seta «χοντρή τρίχα»] … Dictionary of Greek